- μαδαγένειος
- μαδαγένειος, -ον (Α)βλ. μαδιγένειος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μαδαγένειον — μαδαγένειος masc/fem acc sg μαδαγένειος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαδιγένειος — και μαδηγένειος και δωρ. τ. μαδαγένειος, ον (Α) αυτός που έχει μαδημένα γένια, αγένειος («ἧττον δὲ γίγνονται φαλακροὶ οἱ μαδιγένειοι», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μαδι (πρβλ. μαδώ, μαδαρός), σύνθετο τού τύπου τερψί μβροτος + γένειος (< γένυς,… … Dictionary of Greek